- παναισθησία
- πᾰν-αισθησία, ἡ,A full vigour of the senses, D.L. 10.65 (Meibom for ἀναισθ-).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παναισθησία — παναισθησία, ἡ (Α) πλήρης ζωηρότητα, ευρωστία τών αισθήσεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + αἰσθησία] … Dictionary of Greek
μεταγνωμία — η η ικανότητα ορισμένων ατόμων, όταν βρίσκονται σε υπερδιέγερση ή σε κατάσταση υπνωτισμού ή και σε φαινομενικώς ομαλή κατάσταση, να αντιλαμβάνονται, όπως ισχυρίζονται, τα ενδόμυχα διανοήματα τών άλλων ή να διακρίνουν πράγματα που δεν είναι αμέσως … Dictionary of Greek
παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… … Dictionary of Greek